διασκεπτήριος

διασκεπτήριος
-α, -ο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διάσκεψη
2. το ουδ. ως ουσ. το διασκεπτήριον
ο τόπος διεξαγωγής τής διάσκεψης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διασκεπτικός — ή, ό (Α διασκεπτικός, ή, όν) 1. ο διασκεπτήριος 2. ο ικανός να διασκέπτεται αρχ. προσεκτικός, επιφυλακτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”